- ἰσορρεπής
- ἰσο-ρρεπής, ές,= ἰσόρροπος, Nic.Th.646, Poet.de Herb.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισορρεπής — ἰσορρεπής, ές (ΑΜ) ισορροπημένος, λογικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό τού αρκτικού ρ εν συνθέσει λόγω τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερο ρρεπής, οξυ ρρεπής] … Dictionary of Greek
ἰσορρεπές — ἰσορρεπής masc/fem voc sg ἰσορρεπής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσορρεπέας — ἰσορρεπής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσορρεπῶς — ἰσορρεπής adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek